κηλίδωμα

κηλίδωμα
το (Α κηλίδωμα) [κηλιδώ]
ρύπανση, λέκιασμα, λέρωμα, κηλίδα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λέκιασμα — το [λεκιάζω] κηλίδωμα, λέρωμα …   Dictionary of Greek

  • λίγδωμα — το [λιγδώνω] το αποτέλεσμα τού λιγδώνω, λέκιασμα, κηλίδωμα …   Dictionary of Greek

  • ρύπωσις — ώσεως, ἡ, Μ [ῥυπῶ (ΙΙ)] το αποτέλεσμα τού ρυπώ, το λέρωμα, το κηλίδωμα …   Dictionary of Greek

  • λέκιασμα — το, ατος το λέρωμα, το κηλίδωμα: Παρόλο που ήταν προσεκτικός δεν απέφυγε το λέκιασμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σπίλωμα — το 1. ρύπανση. 2. μτφ., κηλίδωμα, αμαύρωση: Δε θα επιτρέψει το σπίλωμα του ονόματός του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”